- καταπαλτός
- καταπαλτός, -ή, -όν (Α) [καταπάλλομαι]αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπαλτόν — καταπαλτός hurled down masc acc sg καταπαλτός hurled down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπαλτῶν — καταπάλτης engine of war for hurling bolts masc gen pl καταπαλτός hurled down fem gen pl καταπαλτός hurled down masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)